αργυρολογώ

αργυρολογώ
ἀργυρολογῶ (-έω) (Α) [αργυρολόγος]
1. επιβάλλω πληρωμή χρημάτων, συγκεντρώνω χρήματα με τη βία
2. εισπράττω φόρο, φορολογώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αργυρολόγητος — ἀργυρολόγητος, ον (Α) [αργυρολογῶ] αυτός που υπόκειται σε φορολογία, ο φορολογούμενος …   Dictionary of Greek

  • εκχρηματίζομαι — ἐκχρηματίζομαι (Α) 1. χρηματίζομαι σε βάρος άλλου, πιέζοντας κάποιον τού παίρνω χρήματα, αργυρολογώ* 2. εισπράττω συνεισφορές …   Dictionary of Greek

  • εξαργυρολογώ — ἐξαργυρολογῶ, έω (Μ) συλλέγω χρήματα, χρηματικές εισφορές, αργυρολογώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”